Η αρχή και το τέλος των συντεχνιών των Ζηλωτών 

Νύχτωσε για τα καλά.

Κ' έξω έχει έναν αγέρα παγωμένο, πού περονιάζει τα κόκκαλα. Μια βδομάδα τώρα και δε λέει να σταματήσει αυτός ο δαιμονισμένος Βαρδάρης. Είναι μια νύχτα του Γενάρη του 1342.

Οι λύχνοι σβήνουν ένας - ένας στους μεγάλους δρόμους και το λιμάνι νέκρωσε. 

Όλα δείχνουν πώς η περιτειχισμένη πολιτεία, παρ' όλες τις δύσκολες ώρες που ζει μέσα στ' απανωτά γεγονότα που παραδίδουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, θα περάσει μια ακόμα ήσυχη βραδιά.

Βέβαια, καμιά φορά, το ποτήρι ξεχειλίζει, κ' εκεί που όλα φαίνονται ήρεμα, ξαφνικά μια απρόσμενη αντάρα, ένα και μια βουή έρχεται και ξεθεμελιώνει τα πάντα, ρίχνει καταγής τα σύμβολα της εξουσίας, τα ποδοπατάει και, μέσα στο χαλασμό, γεννιέται και. η λαχτάρα για μια καινούργια ζωή.

Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τη Θεσσαλονίκη, την «πολυάνθρωπο» και την «ευανδρούσα», τη δεύτερη μετά την Κωνσταντινούπολη πόλη του Βυζαντίου. 

Μπορεί όλα να δείξουν πώς τίποτα το σπουδαίο δεν πρόκειται να συμβεί, μια και οι πόρτες των τειχών είναι καλά φυλαγμένες κι αφού πάνω στο Επταπύργιο κυματίζουν αμέριμνα τα βυζαντινά φλάμπουρα, όμως, στην πραγματικότητα, η πολιτεία είναι καζάνι που βράζει.

Ο λαός μπαΐλντισε να βλέπει την καταστροφή να 'ρχεται και κανείς να μη νοιάζεται στα σοβαρά να την προλάβει.
Ο λαός αυτός, οι τεχνίτες των λιθών, οι τεχνίτες του χρυσού και αργύρου,
οι βιοτέχνες , πού 'ναι και η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη μέσα στην πόλη, οι εργάτες και οι λιμενεργάτες με τις συντεχνίες τους, οι μικροί και μεσαίοι εμπορευόμενοι, οι Ελεύθεροι Τεχνίτες. . . . . . Οικοδόμοι, οι ναυτικοί και οι απλοί στρατιώτες, από χρόνια τώρα παρακολουθούν τη Θεσσαλονίκη  να τραβάει απ' το κακό στο χειρότερο. Κάποιος πρέπει να τους προστατέψει, κάποιος πρέπει να περιγράψει την τιμή και την ανεξαρτησία της πολιτείας, κάποιος, ακόμα, πρέπει να μιλήσει για τα δίκαιά τους, που τους κουρελιάζουν οι κυβερνήτες του, οι κακοί κληρικοί, οι τοκογλύφοι, οι φεουδάρχες και οι συνεργάτες τους. . . . . . .

Κι αυτός ο κάποιος δεν μπορεί να 'ναι άλλος απ' τον ίδιο το λαό, πού μέσ' απ' τα σπλάχνα του, που θα τους βγάλει τους αρχηγούς του, που θα εμποδίσει στο ξέσπασμα της ελπίδας και της λύτρωσης.

Όπως βλέπουμε, όμως, τί σύναξη είναι αυτή πού, με κάθε μυστικότητα, γίνεται σ' εκείνο το καπηλειό, στην άκρη του λιμανιού, τέτοια ώρα, μέσα στην παγωνιά της νύχτας...

Ο κόμπος έφτανε στο χτένι...

Μέσα στην καλά κλειδαμπαρωμένη ταβέρνα, κανά δυό λαδοφάναρα φωτίζουν αμυδρά τα πρόσωπα αυτών που κάθονται γύρω από ένα βαρύ ξύλινο τραπέζι. 

Είναι αρχηγοί και στελέχη του κινήματος των λεγόμενων Ζηλωτών ή «Φίλων του λαού» και εκπρόσωποι συντεχνιών των εργαζομένων:

Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ένας δυναμικός άντρας πού, αυτή τη στιγμή, είναι ο αρχηγός της κίνησης, ο Γεώργιος Κοκκαλάς, επαναστάτης από γεννησιμιού του, ο Ανδρέας Παλαιολόγος, πού προερχόταν απ' τη συντεχνία των ναυτεργατών, ο Στρατήγιος, που ήταν ένας από τους καστροφύλακες. . . . . πού κράταγαν πόστο στο φρουριακό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης και δυο - τρεις άλλοι. 

Αυτοί οι Παλαιολόγοι δεν ξέρουμε, γιατί καμιά ιστορική πηγή δεν το μαρτυράει, αν είχαν σχέση με τη βασιλική οικογένεια των Παλαιολόγων του Μυστρά.

Η συζήτηση έχει για τα καλά ανάψει. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος κάνει έναν απολογισμό, θα λέγαμε, της κατάστασης που επικρατούσε...

 Πολλά τα δεινά, φίλοι μου, πού σωρεύτηκαν πάνω απ' την πόλη μας, πάνω απ' τα κεφάλια μας.

Το ξέραμε. 

Κι όλα είναι αποτέλεσμα της καταρρεύσεως του θρύλου και της δόξας του Βυζαντίου. Δυστυχώς, η αλήθεια είναι πικρή. Ύστερα απ' το θάνατο του μεγάλου εκείνου βασιλιά μας, του Μακεδόνα Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου, απόγονου του Μακεδονικού βασιλείου των Σελευκιδών και από Σπαρτιάτισσα μάνα, το 1025, το Βυζάντιο πήρε τον δρόμο της παρακμής και η λατινοκρατία, αργότερα, έφερε τη συμφορά. τη διάλυση. Μάταιες στάθηκαν οι προσπάθειες για την ανασύσταση της αυτοκρατορίας στην πρώτη λαμπρότητά της. Τί είναι, σήμερα, το Βυζάντιο; 

Κάτι επαρχίες, μόνο, στη Μικρά Ασία και στη Βαλκανική, η Θράκη, ένα κομμάτι απ' τη Μακεδονία, η Ρόδος, η Μυτιλήνη, η Σαμοθράκη, η Ίμβρος. Οι Φράγκοι αλωνίζουν και κατακτούν τα ελληνικά εδάφη, ενώ η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και τα δεσποτάτα της Ηπείρου και του Μυστρά παλεύουν να επιζήσουν μέσα σε μια πραγματικότητα όπου το μέλλον είναι ζοφερό. Γνωρίσαμε και εμείς την επάρατη φραγκική κατοχή, για κάμποσα χρόνια, μετά ενταχτήκαμε στην κυριαρχία του δεσποτάτου της Ηπείρου και της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, και τελικά, είμασταν αναγκασμένοι, μόνοι μας, ν' αντικρίσουμε και τις φοβερές καταλανικές επιδρομές.

Αποτέλεσμα: σήμερα, 1342 μετά Χριστό, να ζούμε σ' ένα κλίμα αβεβαιότητος, ενώ ο Τούρκος είναι έξω απ' το σπίτι μας και χτυπάει απειλητικά την πόρτα μας...

Ας όψεται η ανικανότητα και η αλληλοφαγωμάρα των βυζαντινών αρχόντων, είπε κάποιος παρακαθημένος.

 Με ξορκισμούς δεν γίνεται τίποτα, συνέχισε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος. Πρέπει ν' αναλάβουμε δράση. Τη σημερινή κατάσταση την ξέρετε: στο θρόνο του Βυζαντίου, ύστερα απ' το θάνατο εκείνου του παραδόπιστου και δοξομανούς Ανδρόνικου του Γ', κάθεται ο γιος του ο Ιωάννης, ένα νιάνιαρο εννέα χρόνων, που θέλει να λέγεται «Δέσποτας πάντων»! Φυσικά, τον επιτροπεύει η μητέρα του, η Άννα ΙΙαλαιολογίνα, κι αυτή είναι που κυβερνά την κλίκα της και με τον ευνοούμενο της μεγάλο δούκα Αλέξιο Απόκαυκο. Απ' την άλλη μεριά, ο ραδιούργος Ιωάννης Καντακουζηνός, απ' το μίσος του που δεν έγινε αυτός επίτροπος του ανήλικου βασιλιά, γίνεται μισερός στρατιώτης, στέφεται μόνος του αυτοκράτορα και κήρυξε τον αποτρόπαιο δυναστικό αγώνα εναντίον της νόμιμου, όπως και να το κάνουμε, αυτοκρατορικής. . . εξουσίας στη βασιλεύουσα. Δηλαδή, με μια λέξη, βρισκόμαστε μπρος σ' έναν εμφύλιο πόλεμο, που οι συνέπειές του θα 'ναι καταστροφικές και για την ίδια την πολιτεία μας. Όμως, η Θεσσαλονίκη, πρέπει να κρατήσει την ανεξαρτησία της, να εξακολουθήσει να 'χει τους νόμους της, την αυτοδιοίκησή της, όπως από παλιά από τους ιδρυτές της Μακεδονίας...
Μη ξεχνάμε, όμως, τον κόβει ο Κοκκαλάς, πώς ο αυτοκρατορικός έπαρχος στην πόλη μας, ο τύπος, ο ασκεί μεγάλη επίδραση που έχει με το μέρος του, τους φεουδάρχες και τον κλήρο.
Πρέπει ν' αποκτήσουμε πραγματική Ελευθερία και μια για πάντα, να ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς μας μ' αυτούς που θέλουν να λέγονται «ευγενείς», «ευπαίδευτοι», «ευπατρίδαι», «συνετοί» και τα τοιαύτα.
Δεν ξεχνάω τίποτα, αντίθετα θα παλέψουμε ώστε όλη η δύναμη να περιέλθει στην Εκκλησία του Δήμου, στο λαό, απάντησε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος.
Κι όσο για την τοκογλυφία και την αισχροκέρδεια, θα ξεριζώσουμε και τις εκμεταλλεύσεις που θα παραδοθούν στην περιφορά του λαού, που βαρυγκώνει απ' την αδικία, τη βαρεία φορολογία, την καταπίεση και την εξαθλίωση. Φτάνει πια. Ο κόμπος έφτασε στο χτένι! Ήρθε η ώρα ν' αναλάβουμε τις ιστορικές μας ευθύνες.

Επανάσταση! Βροντοφώναξαν όλοι.

Ναι, επανάσταση, αλλά, ας δούμε, είμαστε έτοιμοι; Τι λες εσύ, Ανδρέα;

Ο  λόγος πήρε ο Ανδρέας Παλαιολόγος: 

Ε γώ κι ο Κοκκαλάς, όλον αυτόν τον καιρό, δεν καθίσαμε με σταυρωμένα χέρια. Κάναμε καλή οργάνωση και δουλειά. Έχουμε, πια, βαθιές ρίζες στο λαό, χιλιάδες είναι ενταγμένοι στο κίνημά μας κι όλοι περιμένουν το σύνθημά μας για να ξεχυθούν στους δρόμους.

Και ποια η κατάσταση που επικρατεί στο κάστρο; Ρώτησε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος.

Ο λόγος πήρε τον Στρατήγιο:

Όλη η επίλεκτη δύναμη του αυτοκρατορικού έπαρχου, είναι συγκεντρωμένη μέσα στο φρούριο, υπονοώντας την ακρόπολη, το Επταπύργιο. Αλλά, τίποτα δεν πρέπει να μας ανησυχεί. Έχω κάνει κ' εγώ τη δουλειά μου και πολλοί στρατιώτες του είναι με το μέρος μας.

Και, το κυριότερο, εγώ είμαι αυτός που κρατάω τα κλειδιά της μεγάλης πύλης. Δώστε εσείς το σύνθημα και όλα θα πάνε καλά. Ένα, όμως, πρέπει να προσέξουμε τον Συναδηνό πού, από τη μία λέει πώς προστατεύει τα αυτοκρατορικά συμφέροντα κι απ' την άλλη κρατάει μυστικές επαφές με τον Καντακουζηνό. Υπάρχουν, μάλιστα, πληροφορίες πώς οι συνεννοήσεις του είναι πολύ προχωρημένες και πώς είναι έτοιμος, σε πρώτη ευκαιρία, να παραδώσει το φρούριο στον Καντακουζηνό...


Δεν θα προλάβει, είπε σαρκάζοντας ο Κοκκαλάς.

Δεν θα προλάβει, γιατί την απόφαση την πήραμε, επεσήμανε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος.

Επανάσταση! Φώναξαν όλοι μαζί.

Επανάσταση! Να σώσουμε αυτόν τον τόπο απ' τη συμφορά και το διχασμό...

 Επανάσταση! Να κρατήσουμε αυτή τη γωνιά του Μακεδονικού Βυζαντίου ελεύθερη κι ανεξάρτητη...

Επανάσταση! Και ν' αποδείξουμε πώς την πολιτεία δεν την κάνουνε τα κάστρα, τα θέατρα, τα παλάτια, τα λιμάνια, οι πέτρες και τα ξύλα, μα οι άνθρωποι που ομογνωμούνε μπρος στο κοινό καλό.

Η εξέγερση

Κόντευε να ξημερώσει. Οι αρχηγοί του κινήματος βγήκαν απ' το καπηλειό και πήγε ο καθένας στο πόστο του. Το κίνημα αποφασίστηκε να γίνει την ίδια μέρα, το. Δεν χρειαζόταν πολλή προετοιμασία.

Το σύνθημα θα δινόταν και η επαναστατική μηχανή που θα δούλευε στην εντέλεια. Και το σύνθημα δόθηκε κι ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους και στις πλατείες. Με αναμμένους δαυλούς, με κάθε λογής όπλο, με κοντάρια και μαχαίρια, με τσεκούρια και αξίνες και με φωνές οργισμένες, ο λαός, οι εργάτες, οι ναύτες, οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι που μπήκαν στην περιτειχισμένη πόλη, τέλος οι βιοτέχνες, κι όλοι οι κατατρεγμένοι της μοίρας, ζητιάνοι κι άλλοι, ξεσήκωσαν και τις πέτρες ακόμα στο πέρασμά τους. Στόχος τους, η ακρόπολη, όπου κατατρομαγμένοι έτρεξαν να κρυφτούν οι ευγενείς κι ο έπαρχος, προσπαθώντας, ταυτόχρονα, ν' αντιδράσουν στη φανατισμένη λαϊκή λαίλαπα που περικύκλωσε τα τείχη. Τελικά, ο Συναδηνός, τα κατάφερε να σκάσει από κάποια πόρτα του κάστρου μαζί με πολλούς άρχοντες κι αξιωματούχους του, που το έβαλαν στα πόδια, προσπαθώντας να σωθούν στα ιερά των εκκλησιών κι όπου αλλού μπορούσε ο καθένας.

Τρεις μέρες κράτησε η εξέγερση των Ζηλωτών και το αίμα χύθηκε ποτάμι, κατά πώς λένε παλιοί χρονικογράφοι. Μάλιστα, οι πρώτες μέρες, η κατάσταση ξέφυγε από τα χέρια των αρχηγών των Ζηλωτών κι ο όχλος επιδόθηκε με ακράτητη μανία στη σφαγή και στα ξεθεμελίωμα σπιτιών και των κτηρίων. Η μανία αυτή, μάλιστα, εξελίχτηκε σε σωστό άγριο ανεμοστρόβιλο, καθώς μαθεύτηκε πώς καμπόσοι αξιωματούχοι προσπάθησαν ν' ​​ανοίξουν μυστικά μία καστρόπορτα, για να 'μπει μέσα ο Καντακουζηνός, και να κρατήσει έξω απ' το κάστρο τους ζηλωτές και ποτέ σε διάφορες κοντινές. . επαρχίες στη Θεσσαλονίκη. Κι αυτός ο ανεμοστρόβιλος σύντριψε χωρίς λύπη και τις τελευταίες ελπίδες των αρχόντων. Μόλις καταλάγιασε το κακό, με δυσκολία μεγάλη κατάφεραν οι αρχηγοί των Ζηλωτών να βάλουν κάποιο φραγμό στην αναρχία που παρέδωσε την πόλη.

Τα κάστρο και οι νόμοι μας προστατεύουν...

Οι στιγμές είναι δύσκολες και το μέλλον αβέβαιο. Γι' αυτό και οι ηγέτες των Ζηλωτών, χωρίς να χάσουν καιρό, συγκροτούν επαναστατική επιτροπή και συνέρχονται σε μία πρώτη συνεδρίαση. Το συμβούλιο γίνεται στο έρημο παλάτι του βυζαντινού έπαρχου. Η διαδικασία είναι συνοπτική. Κι ο Μιχαήλ Παλαιολόγος απευθύνεται με λόγια, σχεδόν λαχανιαστά, στούς συντρόφους του:

    Δεν θα μιλήσω για τα παρατράγουδα που έγιναν, ούτε για τις αρπαγές, ούτε για το πολύ και άδικο αίμα που χύθηκε. Ο γέγονε, γέγονε! Η ουσία είναι πώς επικρατήσαμε. Αλλά οι ευθύνες μας είναι μεγάλες. Πριν απ' όλα, να κλείσουν οι πύλες των τειχών και να μην μπαινοβγαίνει κανείς, ώσπου να κατασιγάσουν τα πνεύματα. Την ακρόπολη, μέρα και νύχτα, να τη φυλάνε άνθρωποι δικοί μας. Ο κόσμος να ξαναγυρίσει στις δουλειές του. Να μαζέψουμε χρήματα με έρανο για να επισκευάσουμε τις οχυρώσεις του κάστρου. Τα κάστρα και οι νόμοι μας προστατεύουν και, σ' αυτά τα δύο, πρέπει να δώσουμε μεγάλη σημασία. Και, τώρα επείγει κάτι άλλο: να ορκίσουμε αμέσως αρχηγό της Πολιτείας μας. Έχετε να υποδείξετε κανέναν;

Εσένα! Είπε ο Γεώργιος Κοκκαλάς.

Όχι! Χρειαζόμαστε πρόσωπο κοινής αποδοχής...

Λίγο παράξενα μας τα λες, είπε ο Στρατήγιος αφού εμείς σε θέλουμε, δεν είσαι άνθρωπος κοινής αποδοχής; Εμείς δεν κυβερνάμε: Ποιόν θα ρωτήσουμε; Το λαό; Μα το λαό εμείς δεν τον εκπροσωπούμε;

Όχι, Στρατήγιε, δεν είναι έτσι. Πρέπει να φανούμε σώφρονες σ' αυτές τις ρευστές ώρες της ελευθερίας πού με τόσον αγώνα κερδίσαμε.

Και ποιον να υποδείξουμε; Ρώτησε ανήσυχος ο Ανδρέας Παλαιολόγος. Μπας και κανέναν ξεπεσμένο άρχοντα πού μας κάνει το φίλο;

Όχι δα! Είπε χαμογελώντας ο Μιχαήλ Παλαιολόγος. Και πρόσθεσε: προτείνω τον Μακάριο!

Τον αρχιεπίσκοπο; ρώτησαν όλοι έκπληκτοι.

Ναι, το αρχιεπίσκοπο Μακάριο.

Άνθρωποι μου ήδη τον έχουν πλησιάσει και φαίνεται πώς δέχεται. Εμπρός, λοιπόν, ας μη χάνουμε καιρό. Να στείλουμε να τον φέρουμε στη χώρα να ορκιστεί...

Αγνοώντας τις πιέσεις των κληρικών και των καλογέρων, ο Μακάριος, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Αναγνώρισε το νέο καθεστώς και ορκίστηκε πρόεδρος της Ελεύθερης Θεσσαλονίκης , κάτω απ' τις ζητωκραυγές χιλιάδων λαού .

Μια καινούργια σελίδα στην ιστορία της δεύτερης πόλης του Βυζαντίου φαίνεται πώς πάει ν' ανοίξει, πρωτοφανέρωτη στα χρονικά των ταραγμένων εκείνων χρόνων...

Μεταρρυθμίσεις

Απ' τον πρώτο, ακόμα χρόνο της εξουσίας τους, οι Ζηλωτές, προχωρούν σε επαναστατικές μεταρυθμίσεις. Κατάργησαν τη γερουσία πού εκπροσωπούσε, κυρίως, τα συμφέροντα των λίγων. Κατάσχεσαν τις περιουσίες εκείνων που συνεργάστηκαν με τον Καντακουζηνό. Υποχρέωσαν τους ευγενείς πού έμειναν στην πόλη να δώσουν απ' τα πλούτη τους για να συντηρηθεί ο στρατός. Πήραν μέρος απ' το βιό των μοναστηριών για να το μοιράσουν στη φτωχολογιά, για να επισκευάσουν τις εκκλησίες, για να βοηθήσουν τους παπάδες που πένονταν. Οι πολίτες εξομοιώθηκαν κ' έπαψαν να υπάρχουν πληβείοι και άρχοντες, έπαψαν να υπάρχουν διακρίσεις. Έφτιαξαν καινούργιους νόμους και, με μία λέξη, προσπάθησαν να οργανώσουν μία Πολιτεία, πού, σε κάμποσα σημεία, θύμιζε την αρχαία δημοκρατία της Αθήνας και, σ' άλλα, την αρχαία χριστιανική παράδοση του κοινοβίου και της κοινοκτημοσύνης.

Ορισμένοι ιστορικοί, γράφοντας για το κίνημα των Ζηλωτών, μίλησαν για « λαϊκή δημοκρατία » και για « κομμούνα » της Θεσσαλονίκης, μίλησαν για «ταξικούς αγώνες» κι άλλα τέτοια είπαν, πού, όμως, βρίσκονταν μακριά απ' την πραγματικότητα. Άλλωστε, η ιστορία δεν έχει πει ακόμα την τελευταία λέξη για το κίνημα αυτό, γιατί πολλές, κι ασφαλώς οι πιο σημαντικές, πτυχές του μένουν άγνωστες, απ' την έλλειψη διαφωτιστικών στοιχείων και ντοκουμέντων. Όλη αυτή η κίνηση, λένε, πώς έχει τις ρίζες της στη θρησκευτική ερίδα των Ησυχαστών, πού, εκείνα τα χρόνια, είχε ξεσπάσει.

Η διαφωνία βρισκόταν στον τρόπο της προσευχής!

Οι Ησυχαστές, πού ήταν καλόγεροι στ' Άγιο 'Όρος κ' είχαν γι' αρχηγό τους τον Γρηγόριο Παλαμά, υποστήριξαν πώς βλέπουν το Θαβώρειο φώς λέγοντας συνέχεια τη μονολόγιστη νοερή προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με» και κοιτάζοντας μόνιμα σε ένα σημείο του σώματος. . τους, τον αφαλό.

Οι Ησυχαστές είχαν την εύνοια του Ιωάννη του Καντακουζηνού.

Οι Ζηλωτές, πάλι, μ' αρχηγό τον Βαρλαάμ, μια Έλληνα καλόγερο από την Καλαβρία της 'Ιταλίας, πολύ μορφωμένο — όπως, άλλωστε, μορφωμένος πολύ ήταν κι ο Γρηγόριος Παλαμάς, ο μετέπειτα άγιος — κατηγορούσαν την ασκητική μέθοδο των αγιορειτών με διάφορα δικά τους. . επιχειρήματα.

Η διαμάχη ξαπλώθηκε στη Θεσσαλονίκη και στην Κωνσταντινούπολη, ανακινήθηκαν ζητήματα δογματικά και οι διαφορές που λύθηκαν από αλλεπάλληλες συνόδους, που δικαίωσαν, τελικά, τις απόψεις του Γρηγόριου Παλαμά. Λένε πώς οι Ζηλωτές έκφρασαν την πρόοδο και οι Ησυχαστές την καθυστέρηση. Λένε, ακόμη, πώς οι Ησυχαστές ήταν ανθενωτικοί και οι Ζηλωτές ενωτικοί. Αλλά, οι θρησκευτικές αυτές Έριδες, για τις όποιες πολλά έχουν γραφτεί, δεν ενδιαφέρουν το δικό μας ιστόρημα, που δεν θέλει παρά να εκτυλίξει κάποιες μοναδικές δραματικές στιγμές που έζησε η Θεσσαλονίκη και το κάστρο της τα χρόνια εκείνα. Ωστόσο η επανάσταση των Ζηλωτών, με τις κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις του χαρακτήρα της και των κινήτρων της , που τόσο πολύ είναι δεμένη με το φρούριο της Θεσσαλονίκης, παραμένει, όπως είπαμε, ένα φαινόμενο αξεδιάλυτο, για την ιστορική έρευνα, κεφάλαιο που περιμένει τον ειδικό. , το δικό του μελετητή.

«Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, κοντά στα γεγονότα.

Καντακουζηνός ο αδίσταχτος

Τί έκανε όλο αυτό το διάστημα ο Καντακουζηνός, ποιά ήταν η στάση του αυτοκράτορα, απέναντι στη νέα τάξη πραγμάτων πού εμπεδώθηκε στη Θεσσαλονίκη; Απλούστατα, ο σφετεριστής του θρόνου, ο Καντακουζηνός, συνέχισε να γυροφέρνει στη Μακεδονία και να 'χει στο μάτι της Θεσσαλονίκης, ενώ η αυτοκρατορική εξουσία άρχισε να συνεργάζεται με τους Ζηλωτές, αναγνωρίζοντας, έτσι και την αυτοδιοίκηση της πολιτείας. Μάλιστα, οι Βυζαντινοί, διόρισαν έπαρχό τους στη Θεσσαλονίκη τον Ιωάννη Απόκαυκο, γιό του Αλέξιου, κι όλα έδειχναν πώς αυτή η συνεργασία ήταν ειλικρινής κι απ' τα δύο μέρη. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν ήταν έτσι τα πράγματα, όπως θα δούμε παρακάτω.

Στο μεταξύ, ο Καντακουζηνός δεν το έβαζε κάτω κι όλο τη Θεσσαλονίκη είχε στο νου του. Του χρειαζότανε, βλέπεις, το ξακουστό της κάστρο, για να στεριώσει την άνομη εξουσία του. Έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να καλέσει σε βοήθεια, δίνοντάς του πολλά ανταλλάγματα, κ' έναν Τούρκο εμίρη, τον Αμούρ - Μπέη απ' τη Κιρκασία, πού με πολύ στρατό αφάνισε τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, πολιόρκησε το κάστρο μα, τελικά, μπρος στην άμυνα των καστροπολέμαρχων Ζηλωτών πήρε των ομματίων του κ' έφυγε για την πατρίδα του μαζί με τα φουσάτα του. 

Κι ακόμα, αυτός ο Καντακουζηνός, πού έκανε και το θρησκευόμενο, τα 'φτιάξε και μ' έναν άλλον Τούρκο μεγιστάνα, τον Ούρχαν, στον όποιον έδωσε και την κόρη του για γυναίκα, μία παιδούλα δεκατριών χρόνων, μόνο και μόνο για να έχει την υποστήριξή του. του στις πολεμικές του επιδρομές εναντίον της Θεσσαλονίκης και άλλων εδαφών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Έμεινε στην ιστορία σαν προδότης αυτός ο μωροφιλόδοξος άνθρωπος και πολύ σωστά γράφει ο καθηγητής Άμαντος πώς «η στάση του Καντακουζηνού εις την επανάσταση (των Ζηλωτών) της Θεσσαλονίκης, υπήρξε ανάλογος προς την όλη αλλοπρόσαλλο, αντεθνική, αντικοινωνική πολιτική του».

Η δολοφονία τον Μιχαήλ Παλαιολόγου

  Τρίτος χρόνος πού κυβερνάνε οι Ζηλωτές τη Θεσσαλονίκη. Το κάστρο κρατάει καλά και στα τείχη του σπάνε τα μούτρα τους οι επίδοξοι εκπορθητές τους, είτε αυτοί πολεμούν με όπλα, είτε με τη συνωμοσία και τη δολοπλοκία. Πολλοί προδότες κομματιάστηκαν και γκρεμοτσακίστηκαν απ' τούς ψηλούς πύργους του κάστρου και πολλά ψυχομαχητά στοίχιωσαν τις υγρές φυλακές του Επταπύργιου. Οι Ζηλωτές θέλησαν να κυβερνήσουν ειρηνικά, αλλά όταν το έφερνε η ανάγκη, δείχνονταν αδυσώπητα σκληροί. Σκοπός τους μοναδικός: να στεριώσουν μια ελεύθερη Θεσσαλονίκη, μ' ένα κάστρο άπαρτο κι απρόσιτο για τούς φανερούς και κρυφούς εχθρούς του. Αποδείχτηκαν, όμως, στις επιδιώξεις τους, ρομαντικοί Δονκιχώτες της εποχής τους. Κ' έτσι στάθηκαν, ως το τέλος, κ' έτσι έπεσαν, προς τιμή δική τους και του ιδανικού τους...

Όπως είδαμε, όμως, τα δραματικά γεγονότα που επακολούθησαν μέσα στην περιτειχισμένη Θεσσαλονίκη είναι ως εξής.

Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος πού εξακολουθεί να 'ναι ο αρχηγός των Ζηλωτών, πολλή ώρα κρατάει στα χέρια του το μήνυμα πού του έφερε ο άνθρωπος του Ιωάννη του Απόκαυκου και μένει σκεφτικός. Ηρεμία επικρατεί μέσα στον πύργο, όπου μόνιμα κατοικεί σαν απλός στρατιώτης. Μονάχα μακρινές ακούγονται οι κουβέντες των φρουρών που βολτάρουν πάνω στους πλατιούς διαδρόμους των επάλξεων. Διαβάζει ξανά το μήνυμα: «Έλα το ταχύτερο να συζητήσουμε ένα επεισόδιο ζήτημα που δεν επιδέχεται αναβολή. Και, προ παντός, μυστικότητα. Μην έχεις σε κανέναν εμπιστοσύνη. θα σε περιμένω απόψε στις 10 κάτω απ' τον πύργο, στη δυτική πλευρά του τείχους, στη θάλασσα.

Τι είναι αυτό πάλι, αναρωτήθηκε ο Παλαιολόγος... Ωστόσο πήγε στη συνάντηση. Το ολέθριο, όμως, το σφάλμα του πού πήγε μόνος, χωρίς συνοδεία. Όταν, λοιπόν, έφτασε στο σημείο που όριζε το μήνυμα, είδε τον Απόκαυκο να κόβει νευρικές βόλτες.

   Χαίρε! τον χαιρέτησε ο Παλαιολόγος. 

   Χαίρε, Μιχαήλ Παλαιολόγε, μα, στην ουσία, δεν χαίρομαι, μα θλίβομαι για τα συμβαίνοντα στην πόλη... 

   Δεν σε καταλαβαίνω! 

   Κάνεις πώς δεν καταλαβαίνεις, Μιχαήλ. Καταδυναστεύετε με τις αγγαρείες σας το λαό και δεν καταλαβαίνεις; Άκου, λοιπόν, ή θα πάψουν οι αυθαιρεσίες σας ή θα βρεθείτε στο κάμινο των ανομίων σας. 

   Μας απειλείς; Και με ποιο δικαίωμα; Ποιός είσαι εσύ πού θα μάς διατάξεις πώς θα κυβερνήσουμε την πόλη; Περιορίσου στα καθήκοντά σου και άσε τις νουθεσίες και τις εντολές για κάπου αλλού... Διπλοπρόσωπε! 

   Τί είπες; 

   Αυτό πού είπα. Ενώ λες πώς είσαι εκπρόσωπος του αυτοκράτορα, ωστόσο κάνεις και μυστικές διαβουλεύσεις με τον Καντακουζηνό. Μπας και νομίζεις πώς δεν ξέρουμε όσα συμβαίνουν πίσω απ' την πλάτη μας; 

   Είσαι θρασύς. Κι άκου να σου πω, ή μου παραδίδεις την εξουσία, πού παράνομα καταλάβατε, ή θα έχετε να κάνετε με τη δίκαιη αυτοκρατορική τιμωρία. 

    Τί είναι αυτά πού λες, 'Ιωάννη; Τρελάθηκες; 

    Ο Απόκαυκος δεν απάντησε. Απλώς σφύριξε συνθηματικά και σαν αστραπή έπεσαν πάνω στον Παλαιολόγο οι άνθρωποί του που ήταν κρυμμένοι εκεί τριγύρω και τον κατάκοψαν με τα σπαθιά τους. Ούτε άχνα δεν πρόλαβε να βγάλει ο άμοιρος.

Η Θεσσαλονίκη πρέπει να μείνει Ανεξάρτητη.

Το ίδιο βράδυ ο Απόκαυκος και οι συνωμότητές του, κάτι άρχοντες μισητοί και δολοπλόκοι, πιάσανε πολλούς Ζηλωτές, που θεωρούσαν επικίνδυνους, και σιδηροδέσμιους τούς μπαρκάρισαν σ' ένα δρόμωνα, πού μ' ανοιγμένα τα πανιά ήταν στο λιμάνι, και τους έστειλαν στο λιμάνι της. , όπου και τούς φυλάκισαν.

Η δολοφονία του Μιχαήλ Παλαιολόγου αναστάτωσε τους Ζηλωτές, μα κανείς δεν ήξερε ποιος είναι ο πραγματικός δολοφόνος. Ο Απόκαυκος, απ' την άλλη μεριά, δεν άφησε να περάσει πολύς χρόνος. Αμέσως συγκαλεί συνέλευση και βγάζει έναν λόγο που αφήνει άναυδους τους Ζηλωτές. Ούτε λίγο ούτε πολύ ζήτησε να παραδοθεί η Θεσσαλονίκη στον Καντακουζηνό!

Έφριξαν οι Ζηλωτές απ' το άκουσμα των λόγων του Απόκαυκου, αλλά, με εντολή του Ανδρέα Παλαιολόγου και του Γεωργίου Κοκκαλά, δεν έδειξαν καμιά ανησυχία. Τούς χρειαζόταν χρόνος να γίνουν και να ενεργήσουν κατάλληλα. Κ' ενώ, λοιπόν, ο Απόκαυκος έστελνε βιαστικό μήνυμα στον Καντακουζηνό να 'ρθει να του παραδώσει τη Θεσσαλονίκη, μ' αντάλλαγμα να μείνει αυτός ο κυβερνήτης της πολιτείας, οι Ζηλωτές ετοίμαζαν μυστικά το νέο τους ξεσηκωμό. Αφού όλα ήταν όλα, ο Ανδρέας Παλαιολόγος κι ο Γεώργιος Κοκκαλάς παρουσιάστηκε στον Απόκαυκο και ζήτησε να συγκαλέσει λαϊκή συνέλευση. Ο Απόκαυκος, μη γνωρίζοντας τις ενέργειες των δύο αρχηγών των Ζηλωτών, συγκάλεσε τη συνέλευση και άρχισε να λέει τα δικά του: η στη Θεσσαλονίκη είναι δύσκολη, πως τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει την πολιτεία με την παράδοσή της στον Καντακουζηνό, πώς το συμφέρον των οι πολίτες δεν διαλέγουν την προστασία του δυνατού κι άλλα τέτοια... Μίλησαν κι ο Παλαιολόγος κι ο Κοκκαλάς και ξάστερα είπαν τη γνώμη τους: 

Η Θεσσαλονίκη πρέπει να μείνει ανεξάρτητη και μακριά απ' τον εμφύλιο σπαραγμό. Δεν πρόλαβαν να τελειώσουν τους λόγους τους οι δύο Ζηλωτές και πλήθησαν πολλά πλημμύρισαν τους δρόμους κραυγάζοντας επαναστατικά συνθήματα...

Έξω οι προδότες!

Θάνατος στους δολοφόνους!

Ελευθερία! 

Ζήτωσαν οι Ζηλωτές! 

Έξω απ' το κάστρο της Θεσσαλονίκης οι δολοπλόκοι! 

Τα 'χασε ο Απόκαυκος απ' την εξέλιξη των πραγμάτων. Και μέσ' στην αναμπουμπούλα, καταφέρνει, ύστερα από πολλές περιπέτειες, να πάρει τη φρουρά του και τους κυριότερους συνεργάτες του να πάει να κλείσει στην ακρόπολη του κάστρου. Εκεί, τρέμοντας απ' το κακό του κι απ' το φόβο, καταριέται θεούς και δαίμονες και ξεφωνίζει:

Αλίμονο, εδώ θ' αφήσουμε την τελευταία μας πνοή! Σ' αυτό το κάστρο το έφερε η μοίρα να θάψουμε τη μεγαλοσύνη μας. Κρίμα σε μας και στους πιστούς μας ανθρώπους. 

Είμαστε κοντά σου, μη παραπονιέσαι, Έπαρχε, του λέει ένας ευγενής, σχεδόν κλαψουρίζοντας.

Τί να σάς κάνω; Δεν ακούτε τι γίνεται κάτω στην πόλη;

Βαράνε τα μπούκινα για να συγκεντρωθεί το πλήθος των ληστών και των αγροίκων.

Σε λίγο θα πέσουν καταπάνω στην ακρόπολη και θα θάψουμε κάτω απ' τις πέτρες και τα χώματα. Αλλά, όχι! θα δώσουμε τη μάχη εδώ, σ' αυτό το κάστρο της μοίρας μας, σ' αυτό το κάστρο όπου παίζεται η τιμή μας και η τιμή των παιδιών μας...

Είσαι στα καλά σου, Έπαρχε; Αντιλέγει ένας άρχοντας. Και πώς θ' αντισταθούμε στα στίφη;

Μη φέρνει τον πανικό! Ούτε συνθηκολόγηση θα κάνουμε, ούτε θα ανταλλάξουμε την ελευθερία μας, με τη δουλειά και την ατίμωση.

Παλεύουμε για τα δίκαια αυτής της πολιτείας και γι' αυτά τα δίκαια θα πέσουμε πάνω σε αυτά τα τείχη. Μην εμπιστεύεσθε τούς Ζηλωτές, αυτούς τούς σατανάδες, τούς τρισάθλιους, τα ανήμερα θηρία. Εμπρός, να δώσουμε τη μάχη σ' αυτό το κάστρο. Εμπρός, στα όπλα οι φρουροί, εμπρός για την Ελευθερία μας...

Άφριζε απ' τις φωνές και τις διαταγές ο Απόκαυκος, ενώ, την ίδια στιγμή,

σαν αφρισμένο κύμα ο λαός πολιορκούσε την ακρόπολη.

Το σύνθημα που ξέσκιζε τα ουράνια ήταν ένα:

Θάνατος στους προδότες!

Σ' αυτό το διάστημα, ο Κοκκαλάς, κατάφερε να παραπλανήσει τον Απόκαυκο και να τον κάνει να πιστέψει πώς, αυτός, θα μεσολάβησε στον Αντρέα Παλαιολόγο για να μην φτάσει η διαμάχη στον πόλεμο και στην αιματοχυσία, κι ότι έπρεπε να κάνει υπομονή οι μεσολαβητικές του. . . . . προσπάθειες να φέρουν ένα καλό αποτέλεσμα.

Ο Απόκαυκος, μπρος στο αδιέξοδο πού βρισκόταν, πίστεψε τις διαβεβαιώσεις του Κοκκαλά κι αυτό ήταν το μεγάλο του σφάλμα.

Γιατί ο φανατικός αυτός ζηλωτής έπαιζε, απλούστατα, το παιχνίδι της δικής του παράταξης. Και τα κατάφερε ο Κοκκαλάς όχι μόνο, προς στιγμή, ν' αποκοιμίσει και τον ίδιο τον Απόκαυκο, αλλά και να προπαγανδίσει ανάμεσα στη φρουρά του πώς ήταν ανώφελη κάθε αντίσταση ενάντια στη λαϊκή εξέγερση.

Μ α κ ε λ ε ι ό

Όταν κατάλαβε ο Απόκαυκος την πραγματικότητα, ήταν πολύ αργά...

Εμπρός, παιδιά μου, φωνάζει απεγνωσμένα, εμπρός, να δώσουμε τη μάχη μέσα σ' αυτό το κάστρο, εμπρός για την τιμή μας!

Σιωπή και θανατερή ηρεμία απ' τη μεριά των στρατιωτών του.

Κανένας δεν κινήθηκε. Τα 'χασε ο Απόκαυκος...

Μα δεν βλέπετε; Χυμάνε κατά πάνω στο τείχος... Τί κάθεστε; Αλί και τρις ​​αλί! Εμπρός, να φύγουμε, έεεε! πού είναι ο καστροφύλακας;

Χυμάει με το σπαθί στο χέρι ο Απόκαυκος κατά την πόρτα που βλέπει στα χωράφια, μα ο καστροφύλακας έχει γίνει άφαντος. Ήταν κι αυτός ο συνεργάτης των Ζηλωτών...

Εμπρός, σπάστε την πόρτα, κραυγάζει φρενιασμένος ο Απόκαυκος.

Μα, πώς να τη σπάσουν, αφού, πίσω απ' αυτήν, οι εξαγριωμένοι χωρικοί παραφύλαγαν οπλισμένοι σαν αστακοί;

Χαθήκαμε! Φώναξε ο Απόκαυκος.

Δεν πρόλαβε ν' αποτελειώσει την απεγνωσμένη φωνή του ο Απόκαυκος και ο Στρατήγιος, που κράταγε τα κλειδιά της εσωτερικής πύλης, ανοίγει την πόρτα και μπουκάρουν μέσα στο φρούριο οι μάζες των πολιτών και των χωρικών.

Το μακελειό πού επακολούθησε δεν περιγράφεται. Τελικά, με πολλή μεγάλη προσπάθεια κατάφεραν ο Ανδρέας Παλαιολόγος και ο Κοκκαλάς να καταλαγιάσουν τη μάνη του πλήθους και να σταματήσουν το φωνικό.

Ο Ιωάννης Απόκαυκος κ' οι πιστοί του σύντροφοι πιάστηκαν και τούς κλειδαμπάρωσαν στο κεντρικό πύργο του Επταπυργίου, σ' ένα μπουντρούμι σκοτεινό, δέκα μέτρα κάτω απ' τη Γή.

Οι ώρες και οι μέρες που κύλισαν ήταν δραματικές. Και το τέλος του δράματος που ακολούθησε ήταν ακόμα πιο δραματικό.

Μέσα στην υπόγεια φυλακή του, ο Απόκαυκος, προσπαθεί να δώσει θάρρος στους συντρόφους του, που είναι φυλακισμένοι μαζί του...

Τα μάθατε τα νέα; Είναι ευχάριστα! Έξω απ' το κάστρο φάνηκε ο Μανουήλ, ο γιος του φίλου μας του Καντακουζηνού. Έχει στρατό μαζί του πολύ. Αυτός είναι η απάντησή μας. Απ' τον αυτοκράτορα τίποτα δεν μπορούμε να περιμένουμε. Να, λοιπόν, η ευκαιρία. Ως μη μας φοβίζουν οι σάλπιγγες πού χτυπούν ασταμάτητα στην πόλη, ως μη μας τρομοκρατούν οι αγροίκοι πού σφάζουν και ατιμάζουν. Πρέπει να αντιδράσουμε. Και μάλιστα, τώρα αμέσως...

Και, πώς ν' αντιδράσουμε; Ρώτησε παραλυμένος απ' το φόβο ένας ευγενής.

Χάριτι του ελεήμονος θεού, θα δραπετεύσουμε! Απ' το κάστρο, απ' αυτή τη φυλακή; Ρώτησαν όλοι με μία φωνή.

Ναι, απ' αυτή τη φυλακή. Μη ξεχνάτε πώς και μέσ' στους Ζηλωτές, ακόμη, έχουμε κάποιους δικούς μας ανθρώπους, θα μας βοηθήσουν.

Οι σύντροφοι του έμειναν αμήλητοι. Μόνο ένας καλόγερος, πού ανήκε κι αυτός στην κουστωδία του Απόκαυκου, καθισμένος πέρα, σε μια γωνιά, συνέχισε να μουρμουρίζει το «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου...» και, κάθε τόσο, κάνοντας το σταυρό του, ξεστόμιζε με την κατάνυξη. . . τη φράση:

«Η Παναγία θα οικονομήσει τα πράγματα...»!

Γρήγορα, όμως, διαδόθηκε στα πλήθη πώς ο Απόκαυκος το έσκασε ή πάει να το σκάσει και οι εξαγριωμένοι επαναστάτες, που αλώνιζαν την πολιτεία καίγοντας και σφάζοντας, έφτασαν τρέχοντας στην πάνω πόλη, φωνάζοντας:

Έξω οι προδότες!

Θάνατος στον Απόκαυκο!

Κρεμάλα!

Τα τείχη της ακρόπολης πανύψηλα κ' οι πόρτες διπλαμπαρωμένες. Και τα πλήθη, από κάτω, να κραυγάζουν:

   Παραδώστε μας τους φυλακισμένους!

Η φρουρά , του κάστρου προσπάθησε να συνεισφέρει τούς έξαλλους πολιορκητές, μα του κάκου. Γι' αυτό αναγκάστηκε να παραδώσει τους φυλακισμένους. Πρώτα κατέβασαν με σκοινί από ένα πύργο τον Απόκαυκο. Δεν πρόλαβε, όμως, να πατήσει τα ποδάρια του στη γη, κ' ένας αφιονισμένος αγρότης του 'κοψε το κεφάλι με τη σπάθα του, κάτω απ' τα γιουχαϊτά του όχλου. Κατέβασαν με τα σκοινιά κι άλλους φυλακισμένους, που είχαν την ίδια τύχη με τον Απόκαυκο.

Μαθαίνοντας ο Ανδρέας Παλαιολόγος και ο Κοκκαλάς τα συμβαίνοντα, έτρεξαν στην ακρόπολη, μπας και ηρεμήσουν τα πνεύματα :

Οι πατριώτες, φώναξαν. Ας σταματήσει το κακό. Φτάνει πια. Αρκετά τούς εκδικηθήκαμε. Τώρα, ευταξία. Γιατί ο εχθρός καιροφυλακτεί και όλοι οι αγώνες μας, μάταιοι θ' αποδειχθέν...

Κάτω οι προδότες! Φώναξε το πλήθος, εξακολουθώντας να βιαιοπραγεί.

Με μεγάλο κόπο κατάφεραν να κατασιγάσουν την Ολοκρατία οι αρχηγοί των Ζηλωτών. Μα, μόλις απομακρύνθηκαν τα πλήθη απ' την ακρόπολη, ένα μπουλούκι οπλισμένων χωρικών κατευθύνθηκε στο σπίτι του Κοκκαλά, όπου είχαν πληροφορίες πώς κρυβόταν ο Φαρμάκης, ένας συγγενής του και στενός συνεργάτης του Απόκαυκο. Το πλήθος στάθηκε σκληρό.

Τρέφουμε στον Κόρφο μας προδότες; Αν είναι δυνατόν! Εμπρός, Κοκκαλά, παρέδωσε την εγκληματικότητα. Ξέχασες πόσους σκότωσε δικούς μας ο άνθρωπος που κρύβεις στο σπίτι σου; Είναι συγγενής σου, θα μας πεις, μα τί μ' αυτό;

Ας σταματήσει, επί τέλους, αδέλφια, η σφαγή. Κινδυνεύουμε! Δεν το καταλάβατε;

Δώσε μας τον Φαρμάκη!

Ο Κοκκαλάς, μπρος στην επιμονή και στις άγριες διαθέσεις του πλήθους, παρέδωσε τον Φαρμάκη, πού, αμέσως, κατακρεουργήθηκε.


Το τέλος

Κάποτε ηρέμησαν τα πνεύματα και οι Ζηλωτές ξαναπήραν την εξουσία στα χέρια τους και διοίκησαν, κάτω από δύσκολες συνθήκες, τη Θεσσαλονίκη ως το 1349.

Κρατούσαν επαφές με το Βυζάντιο, την αυτοκρατορική εξουσία, κι ο νέος αυτοκρατορικός επίτροπος στη Θεσσαλονίκη, ο «πρωτοσέβαστος» Αλέξιος Μετοχίτης, συνεργαζόταν στενά με τον αρχηγό των Ζηλωτών Ανδρέα Παλαιολόγο. Στο μεταξύ, σοβαρά γεγονότα εκτυλίσσονταν στο Βυζάντιο.

Ο αυτοκράτορας Ιωάννης και η μάνα του Άννα, διαλέγονται με τον Καντακουζηνό και τα συμφωνούν. Οι Σέρβοι με τις επιδρομές τους στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία κι άλλου, γίνονται κάθε μέρα και πιο επικίνδυνοι. Η πολιορκία της περιτειχισμένης Θεσσαλονίκης απ' το στρατό του Καντακουζηνοί, κάθε τόσο, έπαιρνε και νέες επικίνδυνες διαστάσεις. 

Ο κόσμος μέσα στην πόλη πεινούσε απ' τούς αποκλεισμούς. Οι αρχηγοί των Ζηλωτών, όσο κι αν πάσχιζαν να κυβερνήσουν με σύνεση, όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες αντιμετώπιζαν στο έργο τους. Και, μέσα σ' αυτό το χάος, ο Μετοχίτης δούλευε με τους ανθρώπους του, κρυφά και συστηματικά. Και με την πρώτη ευκαιρία που του δόθηκε, έπιασε τον Ανδρέα Παλαιολόγο και τον εξόρισε στον Άθωνα. 

Ο λαός τα έχασε. Αποκομμένος απ' τις απογοητεύσεις και τις δολοπλοκίες, απόμεινε, ουσιαστικά, μόνος, στην τύχη του. Αυτό περίμενε κι ο Μετοχίτης...

Ήρθε η ώρα να τσακίσουμε τη συμμορία πού κυβερνάει αυτήν την πόλη! Λέει στους συμβούλους του αποφασιστικά.

Ήρθε η ώρα! Λέει μ' έμφαση ένας σύμβουλός του.

Διαλύθηκε η άνομη εξουσία τους. Δεν απομένει παρά να δώσουμε το τελικό χτύπημα. Εμείς από μέσα κι ο Καντακουζηνός απ' έξω με το στρατό του, θα δώσουμε τη λύση στο δράμα της Θεσσαλονίκης.

Εμπρός, δίχως χρονοτριβή!

Ο Μετοχίτης κάλεσε τον Καντακουζηνό να του παραδώσει την πόλη.

Κι αυτός για να 'ναι πιο σίγουρος για την επιχείρησή του, καλεί σε βοήθεια και το γαμπρό του, τον Τούρκο Ούρχαν, που, με χιλιάδες στρατό, ήρθε και πολιόρκησε την πόλη. Πάνω στην απόγνωσή τους οι Ζηλωτές, ζήτησαν τη βοήθεια των Σέρβων. Δραματικές καταστάσεις, πού ούτε ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να φανταστεί. Φοβερά πράγματα, πού ντροπιάζουν τον άνθρωπο και αφήνουν άφωνο και τον πιο φλεγματικό παρατηρητή των γεγονότων.

Τελικά, ούτε οι Τούρκοι ούτε οι Σέρβοι καταφέρνουν τίποτα, ενώ, μέσ' στην πόλη, ο Μετοχίτης με το στρατό του το 'χουν ρίξει στην τρομοκρατία. Τελευταίες αναλαμπές του θριάμβου των Ζηλωτών. Όσο κι αν προσπαθούν ν' αντιδράσουν, τα γεγονότα τούς προλαβαίνουν. Λήγει η κυριαρχία τους!  

Και τί μπορεί να κάνει μπρος στη συναδέλφωση, πια, του αυτοκράτορα του Ε' του Παλαιολόγου και του συμβασιλέα του Ιωάννη του ΣΤ' του Καντακουζηνού, πού, κ' οι δύο μαζί, αποφάσισαν να συνεργαστούν, για να βάλουν τέρμα στο ελεύθερο καθεστώς της. Θεσσαλονίκης;

Καλοκαίρι του 1349. Οι δυό Ιωάννηδες, ο Παλαιολόγος κι ο Καντακουζηνός, με στρατό πολύ μεγάλο, φτάνουν στη Θεσσαλονίκη, για να βάλουν τάξη στην «αναρχία» που επικράτησε στην πόλη. Οι Ζηλωτές, παρόλη την αντίστασή τους, κάμφτηκαν. Παράδωσαν το πνεύμα. Το κίνημά τους συντρίφτηκε. Και ο νέος αρχιεπίσκοπος στη Θεσσαλονίκη, ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, απ' τον άμβωνα του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, σαλπίζει την ειρήνη και την ομόνοια...

Η Θεσσαλονίκη και το κάστρο της, ύστερα από τόσες απερίγραπτες δοκιμασίες, ζει, τώρα, μία νέα εποχή, όπου το δράμα του κακότυχου Μακεδονικού Ελληνισμού θα εξακολουθήσει να παίζεται ως το 1912, πού η λευτεριά, επί τέλους, θα γλυκοχαράξει και στον ορίζοντα του πολύπαθου. . . Βορειοελλαδικού τόπου.

Όλη η ιστορία της Θεσσαλονίκης είναι γραμμένη πάνω στα απομεινάρια των τειχών της και των πύργων της και πάνω στην ακρόπολη της, το περιβόητο Γεντή - Κουλέ, το Επταπύργιο, που, ως και πριν λίγα χρόνια, έκανε χρέη φυλακής. Ιστορικές πηγές μάς έχουν τεκμηριώσει την πορεία του κάστρου μέσ' στους αιώνες: Αρχαία εποχή, ως Θέρμη, Ελληνιστική περίοδος, Ρωμαιοκρατία, Φραγκοκρατία, Βυζάντιο, κυρίως Βυζάντιο , Τουρκοκρατία αλλά ποτέ Σέρβοι οι Σλάβοι.

Κάθε μία εποχή έχει σημαδέψει την παρουσία της πάνω στις οχυρώσεις.

Και είναι τ' απομεινάρια των οχυρώσεων αυτών μία ακόμη χειροπιαστή μαρτυρία του απελπισμένου αγώνα των Ελλήνων της Μακεδονίας να νικήσει το χρόνο και να επιζήσει...

 

 

 

Σχόλια