ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ

ΜΙΑ φορά, τα μεσάνυχτα τα σκοτεινά, αδύναμος και αποκαμωμένος καθώς συλλογίζονται, πάνω σε ένα πολύ ασυνήθιστο και περίεργο τόμο απολησμονημένης γνώσης, έγειρα το κεφάλι, ίσα που μ' έπαιρνε ο ύπνος· τότε έξαφνα, έρχεται ένας ανάλαφρος σιγανός. ευγενικά την πόρτα του δωματίου μου.  «Κάποιος επισκέπτης θα είναι» μουρμούρισα «που χτυπάει την πόρτα του δωματίου μου.  Μόνο αυτό και τίποτα παραπάνω». 

Αχ! Χαρακτηριστικά θυμάμαι πως ήταν, τον ανεμοδαρμένο παγερό Δεκέμβρη, και η κάθε ξεχωριστή ξεθρακιασμένη σπίθα άπλωνε βαθμιαία το φάσμα της στο πάτωμα.

Ανυπόμονα ευχόμουν να έρθει το αύριο   μάταια είχα γυρέψει να δανειστώ από τα βιβλία μου έναν τρόπο να δοθεί τέλος στη λύπη, την λύπη για την απολεσθείσα Ενοδία την εξαίρετη κι' απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν όμως οι άγγελοι Ενοδία - Άρτεμις   εδώ μένει παντοτινά. χωρίς όνομα να την καλούν.

Και το μεταξένιο, λυπητερό, αβέβαιο θρόισμα της κάθε βυσσινί κουρτίνας, μου γεννούσε το ρίγο της συγκίνησης, με καταλάμβανε με τέτοιους φανταστικούς τρόμους που δεν τους είχα νοιώσει ποτέ πριν.

Μόνο αυτό πρόκειται και όχι για κάτι περισσότερο.

Η ψυχή μου γυρίζοντας στη θέση της ενδυναμώθηκε, και πλέον δεν ήταν σε δισταγμό.

«Κύριε» είπα εγώ, «ή Κυρία, ειλικρινά εκλιπώ τη συγχώρεσή σας, αλλά το γεγονός είναι ότι με πήρε ο ύπνος κι έτσι ανάλαφρο που ήταν το άξαφνο σας χτύπημα, και τόσο υποτονικά που ήρθε το ελαφρύ άξαφνο χτύπημα, ο ανάλαφρος κρότος στη θύρα. . του δωματίου, που πολύ αμφιβάλλω αν Σας άκουσα» — ανοίγω διάπλατα την πόρτα — σκοτάδι εκεί και τίποτα άλλο.

Κοίταξα ερευνητικά, βαθιά μέσα στο σκοτάδι εκείνο, μένοντας εμβρόντητος εκεί, για πολύ, νοιώθοντας το δέος, την αμφιβολία, και βλέποντας όνειρα, που κανείς ποτέ θνητός δεν τόλμησε πιο πριν να ονειρευτεί.

Όμως τίποτα δεν τάραζε τη σιγαλιά, και η ακινησία δεν μου έδινε κάποιο σημείο, και η μόνη λέξη που ακούστηκε εκεί, ήταν η ψιθυριστή λέξη «Ενοδία».

Αυτό ψιθύρισα εγώ, και μια ηχώ μου αντιγυρνά ψιθυριστά τη λέξη «Ενοδία».

Απλώς αυτό και άλλο τίποτα.

Ξαναγυρίζοντας στην κάμαρα, φλεγόταν ολόκληρη η ψυχή μου και σε μικρό διάστημα άκουσα πάλι ένα ανάλαφρο χτύπο, κάτι δυνατό από το προηγούμενο.

«Ασφαλώς» είπα εγώ, «ασφαλώς ετούτο ήταν στο καφασωτό του παραθύρου μου, ας δω επομένως τι ήταν σε εκείνο το σημείο και το μυστήριο αυτό να διερευνήσω, ας νεκρώσω την καρδιά μου μια στιγμή και ας διερευνήσω το μυστήριο αυτό.

Ο άνεμος θα είναι και άλλο τίποτα».

Σε αυτό το σημείο ανοίγω το παντζούρι, όταν, με ένα πολύ φευγαλέο πέταμα και φτεροκόπημα, εκεί μέσα μπήκε ένα μεγαλόπρεπο Κοράκι των παλαιών ευσεβών εποχών.

Χωρίς να κάνει βαθιά υπόκλιση, δίχως στιγμή να σταματήσει ή να σταθεί στη θέση του, αλλά υποσκάπτοντας τους καλούς τρόπους, πήγε και κούρνιασε ψηλά στη θύρα της κάμαράς μου κάθισε ψηλά, πάνω στο μπούστο της Παλλάδας, ακριβώς πάνω από την πόρτα της κάμεράς μου κούρνιασε. . ψηλά και κάθισε χωρίς να κάνει τίποτα άλλο.

Ύστερα, αυτό το πουλί στο μαύρο του εβένου ξεγέλασε την οικτρή μου ψευδαίσθηση να φτάσει στο χαμόγελο, με το βαρύ και άκαμπτο τυπικό της αταραξίας που φορούσε.

 Του είπα «Μολονότι το λοφίο σου είναι απογυμνωμένο και ξυρισμένο είσαι εσύ, δειλό πάντως δεν είσαι, ειδεχθές, αποτρόπαιο και παλαιό Κοράκι που πλανιέσαι από την όχθη της Νύχτας για πες μου ποιο είναι το αρχοντικό σου όνομα που σε καλούν στην όχθη της Υποχθόνιας Νύχτας! »

« Ποτέ πια », είπε το Κοράκι.

Πολύ εξεπλάγην από το άκομψο αυτό πουλί, ακούγοντας το να συνδιαλέγεται τόσο ανεπιτήδευτα, μολονότι η απάντηση του λίγα σήμαινε, μεγάλη συνάφεια δεν είχε.

Διότι αναπόφευκτα συμφωνούμε ποτέ ότι κανένα ζωντανό ανθρώπινο δεν είχε την ευτυχία να δει ένα τέτοιο πουλί πάνω από την πόρτα της καμαράς του είτε επρόκειτο για πουλί, είτε για κτήνος, πάνω στο γλυπτό μπούστο ψηλά στην πόρτα της καμαράς του, δεν έχει τέτοιο όνομα. . όπως το « Ποτέ πια ».

Αλλά το Κοράκι στεκόταν μοναχό σε αυτό το γαλήνιο μπούστο, λέγοντας μονάχα εκείνες τις λέξεις, λες και η ψυχή του ξεχείλιζε με εκείνες τις λέξεις.

Τίποτε παραπέρα κατόπιν δεν εκστόμισε, και ούτε ένα πούπουλό του κατόπιν δεν πετάρισε.

Ώσπου, μόλις ψιθυρίζοντας, μουρμούρισα:

«Κι άλλοι φίλοι μου, από πριν, πάνε, πετάξανε και φύγανε.

Σαν θα έρθει το πρωί και τούτο θα με αφήσει, όπως πέταξαν και πάνε οι Ελπίδες μου οι παλιές».

Μετά το πουλί είπε, «Ποτέ πια».

Ξαφνιασμένος με την ακινησία που μόνο η τόσο επιδέξια δοσμένη απάντηση την διέκοπτε, είπα:

«Δίχως αμφιβολία, αυτό που εκφέρει είναι το μόνο του εφόδιο και υλικό

που έγραφε από κάποιον δυστυχισμένο αφέντη που η ανήλικη του καταστροφή τον ζυγόνε όλο και πιο κοντά, μέχρι που τα τραγούδια του μια μοναδική επωδό να φέρουν, μέχρι που οι θρήνοι της Ελπίδας του να φέρνουν το μελαγχολικό φορτίο του Ποτέ — Ποτέ πια».

Αλλά το Κοράκι ακόμη ξεστράτιζε την καταλυμένη μου ψυχή στο γέλιο.

Ευθύς, τσούλησα ένα κάθισμα με μαξιλάρια μπροστά από το πουλί και το μπούστο και την πόρτα.

Κατόπιν, βουλιάζοντας πάνω στο βελούδο, επιδόθηκα σε συνδυασμούς της μιας φαντασίωσης με την άλλη.

Σκεπτόμενος τι είναι εκείνο το οποίο εννοεί το δυσοίωνο — του παλαιού καιρού— πουλί.

Τι είναι εκείνο το οποίο εννοούσε το ζοφερό, άχαρο, ειδεχθές, πένθιμο και δυσοίωνο —του παλαιού καιρού— πουλί.

Τι εννοούσε κρώζοντας «Ποτέ πια».

Έτσι ήμουν καθισμένος, κλεισμένος σε εικασίες, χωρίς να εκφράσω ούτε συλλαβή στο πουλί, του οποίου τα φλογισμένα μάτια τώρα βάζανε φωτιά στα ενδόμυχα της καρδιάς μου·

Για ετούτα και για άλλα, καθόμουν κι έκανα εικασίες με το κεφάλι μου αναπαυτικά πλαγιασμένο, στην βελούδινη επένδυση του μαξιλαριού, όπου έπεφτε χαιρέκακα το φως της λάμπας.

Αλλά όμως εκείνης ακριβώς της βελούδινης μενεξεδένιας επένδυσης όπου χαιρέκακα έπεφτε το φως της λάμπας, και που εκείνη δεν θα πιέσει, αχ, ποτέ πια.

Κατόπιν μου φάνηκε να πυκνώνει ο αέρας, αρωματιζόμενος από κάποιο αόρατο θυμιατήρι που έκανε ένα Σεραφείμ και τα βήματα του κουδούνιζαν στο πυκνό δάπεδο.

«Φουκαρά» είπα με φωνή μεγάλη, «ο Θεός έχει προσφέρει σε εσένα — μέσω αυτών των αγγέλων, έχει προσφέρει σε εσένα.

Ανακούφιση — ανακούφιση και νηπενθές από τις αναμνήσεις της Ενοδίας!

Πίνε, ω, πίνε, με γουλιές μεγάλες αυτό το ευγενικό το νηπενθές και ξέχασε αυτήν την απολεσθείσα Ενοδία».

«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

«Προφήτη!» είπα «το πράγμα του κακού! — προφήτη εντούτοις, μια πουλί μια διάβολος είτε σε στέλνει ο Πειρασμός, είτε και αν η θύελλα σε στριφογύρισε και σε έριξε εδώ στην ξηρά.

Εγκαταλελειμμένο, απτόητο παρ' όλα αυτά, σε αυτή την έρημη χώρα σε έριξε δεμένο με μάγια σε αυτό το σπίτι που στοίχισε η Φρίκη - έλα, πες μου, αληθινά, σε παρακαλώ, πες μου πες μου εκλιπαρώ, βρίσκεται κάποιο βάλσαμο παρηγοριάς στα βουνά. της Γαλαάδ;»

«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

«Προφήτη!» είπα -της συμφοράς το πράγμα! - προφήτη εντούτοις, είτε πουλί είτε διάβολος!

Στο όνομα του Ουρανού που πάνω μας κυρτώνει, στο όνομα του Θεού που και οι δυο μας λατρεύουμε.

Λέγε σε ετούτη την ψυχή την φορτωμένη θρήνο, λέγε αν μέσα στην μακρινή Εδέμ, πρόκειται να σφίξει στην αγκαλιά της μια αγιασμένη κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Ενοδία;

Αν σφίξει μια εξαίρετη και απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Ενοδία;

Αν σφίξει μια εξαίρετη και απαστράπτουσα κόρη που Ενοδία την αποκαλούν οι άγγελοι».

«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

«Το σύμβολο του αποχωρισμού μας να γίνουν αυτές οι λέξεις, πουλί ή πνεύμα του κακού!»

Με μια στριγκλιά σηκώθηκα, κάνοντας μια κίνηση αναρρίχησης.

«Να επιστρέψεις στη θύελλα και στην όχθη της Καταχθόνιας Νύχτας!

Μαύρο φτερό να μην αφήσεις σαν ενθύμημα του ψεύδους που έχεις πει από την ψυχή σου!

Μη μου ταράζει τη μοναχικότητα! Φύγε απ' το μπούστο πάνω απ' την πόρτα μου!

Πάρε το ράμφος σου από τα μύχια της καρδιάς μου, και πάρε τη μορφή σου μακριά απ' την πόρτα μου!»

«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

    Και του Κορακιού το γρήγορο αθόρυβο πέταγμα δεν ακούγεται, ακίνητο κάθεται, ασάλευτο κάθεται, στο κατάχλομο μπούστο της Παλλάδας, πάνω ακριβώς από την πόρτα της κάμαρας και τα μάτια του έχουνε τα πάντα απ' την όψη ενός δαίμονα που ρεμβάζει, και το φως της λάμπας. . χύνεται απάνω του, ρίχνοντας στο δάπεδο τη σκιά του· και η ψυχή μου, από μέσα από τη σκιά που κινείται και απλώνεται στο πάτωμα, δεν θα ανασηκωθεί — ποτέ πια.

 Ορφέας Αργυρός 2007

Το κείμενο αυτό υπόκειται στους Νόμους

περί πνευματικών δικαιωμάτων.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση

μέρους ή όλου χωρίς τη συγκατάθεση

του συγγραφέα.

 



 

Σχόλια